- κατασιωπησάμενος
- κατασιωπάωkeep silenceaor part mid masc nom sg (attic ionic)κατασιωπάωkeep silenceaor part mid masc nom sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασιωπώ — (AM κατασιωπῶ, άω) 1. σωπαίνω τελείως, κλείνω το στόμα μου («μήτ ἀληθῆ μήτε δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾱν», Δημοσθ.) 2. αποσιωπώ κάποιο γεγονός, παραβλέπω («κατασιωπᾱν τὸ γεγονός», Διόδ.) αρχ. 1. καταδικάζω σε σιωπή 2. κάνω κάποιον να… … Dictionary of Greek